25.12.09

Στο Κελλάρι του Πολιτισμού

του Γιώργου Μπαζίνα

.............Απόσπασμα από άρθρο του με τίτλο Η βία του φιλήσυχου πολίτη στο περιοδικό Γαλέρα

Στο διήγηµα "Αυτοί που φεύγουν από την Όµελας" της Λε Γκεν, η Όµελας είναι η πόλη της ουτοπίας, η χώρα της ευδαιµονίας, της διαρκούς γιορτής και χαράς, του γέλιου και της ξεγνοιασιάς.
Στο πρώτο µέρος η συγγραφέας περιγράφει ακριβώς αυτή τη χαρά της ατέλειωτης γιορτής. Για ν’ ακολουθήσει και να τελειώσει µε αυτό το απόσπασµα:

Στο υπόγειο, κάτω από ένα από τα όµορφα δηµόσια κτίρια της Όµελας, ή ίσως στο κελάρι ενός από τα ευρύχωρα ιδιωτικά σπίτια της, υπάρχει ένα δωµάτιο.
Έχει µια κλειδωµένη πόρτα και δεν υπάρχει παράθυρο. Λίγο φως σταλάζει σκονισµένο από τις χαραµάδες στις σανίδες, κι έρχεται από δεύτερο χέρι από ένα αραχνιασµένο παράθυρο κάπου στην άλλη άκρη του κελαριού.
Σε µια γωνιά του µικρού δωµατίου είναι µερικές σφουγγαρίστρες µε σκληρές, µπλεγµένες, δύσοσµες ίνες, πλάι σε ένα σκουριασµένο κουβά. Το πάτωµα είναι χωµάτινο, λίγο υγρό στην αφή, όπως είναι συνήθως το χώµα στα κελάρια.
Το δωµάτιο έχει µήκος περίπου τρία βήµατα και πλάτος δύο: δεν είναι παρά ένα ντουλάπι για σκούπες ή ένα δωµάτιο εργαλείων που έχει πέσει σε αχρηστία.

Στο δωµάτιο κάθεται ένα παιδί.
Μπορεί να είναι αγόρι, µπορεί να είναι κορίτσι.
Δείχνει έξι, αλλά στην πραγµατικότητα είναι δέκα χρονών.
Είναι λωλό. Ίσως να γεννήθηκε καθυστερηµένο, ή ίσως να έγινε έτσι από φόβο, ασιτία και αµέλεια.
Σκαλίζει τη µύτη του και µερικές φορές ψαχουλεύει τυχαία τα δάχτυλα των ποδιών του ή τα γεννητικά όργανά του, καθώς κάθεται καµπουριασµένο στη γωνία όσο πιο µακριά γίνεται από τον κουβά και τις δύο σφουγγαρίστρες.
Φοβάται τις σφουγγαρίστρες. Τις βρίσκει φρικτές. Κλείνει τα µάτια, αλλά ξέρει ότι οι σφουγγαρίστρες ακόµη στέκονται εκεί· και η πόρτα είναι κλειδωµένη· και δεν πρόκειται να έρθει κανείς.

Η πόρτα είναι πάντα κλειδωµένη· και κανείς ποτέ δεν έρχεται, µόνο που µερικές φορές –το παιδί δεν κατανοεί τον χρόνο, τα διαστήµατα του χρόνου– µερικές φορές η πόρτα τρίζει φρικτά και εµφανίζεται ένα άτοµο ή µερικοί άνθρωποι.
Ένας απ’ αυτούς ίσως µπει µέσα και κλωτσήσει το παιδί για να το κάνει να σηκωθεί.

Οι άλλοι δεν πλησιάζουν ποτέ, αλλά το κοιτάζουν µε τροµαγµένα, αηδιασµένα βλέµµατα.

Γεµίζει βιαστικά τη γαβάθα του φαγητού και την κανάτα του νερού, η πόρτα κλείνει, τα βλέµµατα χάνονται.
Οι άνθρωποι στην πόρτα ποτέ δεν λένε τίποτα, αλλά το παιδί, που δεν ζούσε πάντα στο δωµάτιο των εργαλείων, και που µπορεί να θυµηθεί τη λιακάδα και τη φωνή της µητέρας του, µερικές φορές µιλάει.
«Θα είµαι καλό παιδί», λέει. «Παρακαλώ αφήστε µε έξω. Θα είµαι καλό παιδί!».

Ποτέ δεν του απαντούν.

Το παιδί κάποτε ούρλιαζε για βοήθεια µέσα στη νύχτα, και έκλαιγε πολύ, αλλά τώρα απλώς κάνει κάτι σαν κλαψούρισµα, «ε-αα, ε-αα», και µιλάει όλο και πιο σπάνια.
Είναι τόσο αδύνατο που τα πόδια του δεν έχουν αστραγάλους· η κοιλιά του εξέχει· τρέφεται µε µισή γαβάθα καλαµποκάλευρο και λίπος κάθε µέρα.
Είναι γυµνό. Ο πισινός του και οι µηροί του είναι µια µάζα από πυώδεις πληγές, καθώς κάθεται συνεχώς πάνω στα περιττώµατά του.

Όλοι ξέρουν ότι το παιδί είναι εκεί, όλοι οι άνθρωποι της Όµελας.
Μερικοί έχουν έρθει για να το δουν, άλλοι αρκούνται απλώς να ξέρουν ότι είναι εκεί.
Όλοι ξέρουν ότι πρέπει να είναι εκεί.

Μερικοί καταλαβαίνουν το γιατί, και µερικοί όχι, όλοι όµως καταλαβαίνουν ότι η ευτυχία τους, η οµορφιά της πόλης τους, η τρυφερότητα της κάθε φιλίας τους, η υγεία των παιδιών τους, η σοφία των στοχαστών τους, η δεξιοτεχνία των µαστόρων τους, ακόµη και η αφθονία της συγκοµιδής τους και ο καλός καιρός των ουρανών τους, βασίζονται αποκλειστικά και µόνο στη φρικαλέα δυστυχία αυτού του παιδιού.

Αυτό συνήθως το εξηγούν στα παιδιά όταν είναι µεταξύ οκτώ και δώδεκα χρονών, όποτε δείχνουν ικανά να το καταλάβουν· και οι περισσότεροι απ’ αυτούς που έρχονται να δουν το παιδί είναι νεαροί, αν και συχνά κάποιοι ενήλικες έρχονται ή ξανάρχονται για να δουν το παιδί.
Όσο κι αν τους έχει εξηγηθεί το ζήτηµα, αυτοί οι νεαροί θεατές πάντα σοκάρονται και αρρωσταίνουν µε το θέαµα.
Νιώθουν αηδία, κάτι το οποίο θεωρούσαν ανάξιο γι’ αυτούς.
Νιώθουν θυµό, οργή, ανηµποριά, παρά τις εξηγήσεις.

Θα ήθελαν να κάνουν κάτι για το παιδί.
Αλλά δεν υπάρχει τίποτα που να µπορούν να κάνουν.

Αν το παιδί το έβγαζαν από κείνο το βροµερό µέρος στη λιακάδα, αν το καθάριζαν και το τάιζαν και το παρηγορούσαν, αυτό πράγµατι θα ήταν καλό·
αλλά αν αυτό γινόταν, την ίδια µέρα και ώρα η ευµάρεια και η οµορφιά και η χαρά της Όµελας θα µαραίνονταν και θα έσβηναν.

Αυτοί είναι οι όροι.
Η ανταλλαγή όλων των καλών και των αγαθών κάθε ζωής στην Όµελας γι’ αυτή τη µοναδική, µικρή βελτίωση: να πετάξουν την ευτυχία χιλιάδων για την πιθανότητα της ευτυχίας ενός: αυτό πράγµατι θα έφερνε την ενοχή µέσα στα τείχη.

Οι όροι είναι ρητοί και απόλυτοι·
το παιδί δεν πρέπει ούτε καν µια ευγενική λέξη να ακούσει.

Συχνά οι νεαροί γυρνάνε στα σπίτια τους κλαίγοντας, ή µε αδάκρυτη οργή, όταν έχουν δει το παιδί και έχουν αντιµετωπίσει αυτό το τροµερό παράδοξο.
Μπορεί να το συλλογίζονται µελαγχολικά επί βδοµάδες ή χρόνια.
Αλλά καθώς περνάει ο καιρός αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι ακόµη κι αν το παιδί ελευθερωνόταν δεν θα κέρδιζε τίποτα από την ελευθερία του: λίγη αόριστη ευχαρίστηση από τη ζέστη και το φαγητό, αναµφίβολα, µα τίποτα παραπάνω.
Είναι υπερβολικά παρηκµασµένο και καθυστερηµένο για να γνωρίσει πραγµατική χαρά. Φοβάται τόσον καιρό, που δεν θα γλιτώσει ποτέ από το φόβο.
Οι συνήθειές του είναι τόσο άξεστες, που δεν θα ανταποκριθεί σε ανθρώπινη µεταχείριση.
Και πραγµατικά, µετά από τόσον καιρό µάλλον θα νιώθει δυστυχία δίχως τοίχους γύρω του να το προστατεύουν, δίχως το σκοτάδι για τα µάτια του, δίχως τα περιττώµατά του για να κάθεται.

Τα δάκρυά τους για την πικρή αδικία στεγνώνουν όταν αρχίζουν να συλλαµβάνουν την τροµερή δικαιοσύνη της πραγµατικότητας και να την αποδέχονται.

Κι όµως τα δάκρυά τους και ο θυµός τους, η δοκιµασία της ευσπλαχνίας τους και η αποδοχή της ανηµποριάς τους, είναι ίσως η πραγµατική πηγή του θάµβους των ζωών τους.
Η ευτυχία τους δεν είναι χλιαρή κι ανεύθυνη.
Ξέρουν ότι κι αυτοί, σαν το παιδί, δεν είναι ελεύθεροι.
Γνωρίζουν τη συµπόνια.
Η ύπαρξη του παιδιού, και η δική τους γνώση της ύπαρξής του, είναι αυτό που καθιστά δυνατές την αριστοτεχνικότητα της αρχιτεκτονικής τους, το πάθος της µουσικής τους, την εµβρίθεια της επιστήµης τους.
Εξαιτίας αυτού του παιδιού είναι τόσο καλοί µε τα παιδιά.
Ξέρουν ότι αν το τυραννισµένο δεν ήταν εκεί να µυξοκλαίει στο σκοτάδι, το άλλο, το παιδί που έπαιζε φλογέρα, δεν θα έβγαζε µουσική χαράς καθώς οι νεαροί καβαλάρηδες παρατάσσονταν µε την οµορφιά τους για τον αγώνα στη λιακάδα του πρώτου πρωινού του καλοκαιριού.
Τους πιστεύεις τώρα;
Δεν είναι πιο πειστικοί;
Αλλά υπάρχει κάτι ακόµα να ειπωθεί, και είναι απίστευτο.

Μερικές φορές ένα από τα έφηβα αγόρια ή κορίτσια που πηγαίνουν να δουν το παιδί δεν επιστρέφει σπίτι του για να κλάψει ή να οργιστεί, και µάλιστα δεν επιστρέφει καν στο σπίτι του.
Μερικές φορές επίσης κάποιος άντρας ή κάποια γυναίκα, πολύ µεγαλύτεροι, µένουν σιωπηλοί για µια δυο µέρες, και µετά εγκαταλείπουν το σπίτι τους.

Αυτοί οι άνθρωποι βγαίνουν στο δρόµο, και περπατούν στον δρόµο µόνοι τους.
Συνεχίζουν να περπατούν, και περπατώντας βγαίνουν από την πόλη της Όµελας, περνώντας από τις πανέµορφες πύλες.
Παίρνουν το δρόµο τους διασχίζοντας τους αγρούς της Όµελας.
Καθένας πάει µόνος του, παλικάρι ή κοπέλα, άντρας ή γυναίκα.

Πέφτει η νύχτα· ο ταξιδιώτης πρέπει να περάσει από δρόµους χωριών, ανάµεσα σε σπίτια µε παράθυρα που φέγγουν κίτρινα, και πάλι µετά στο σκοτάδι των χωραφιών.
Καθένας µόνος του, τραβάει δυτικά ή βόρεια, κατά τα βουνά. Συνεχίζουν.

Αφήνουν την Όµελας, χώνονται στο σκοτάδι, και δεν επιστρέφουν.
Το µέρος προς το οποίο πάνε είναι ένα µέρος ακόµα πιο αφάνταστο για τους περισσότερους από µας απ’ ό,τι η πόλη της ευτυχίας.
Δεν µπορώ να το περιγράψω καθόλου. Πιθανόν να µην υπάρχει.

Αλλά δείχνουν να ξέρουν πού πηγαίνουν αυτοί που φεύγουν από την Όµελας.

Κάποιοι σύνδεσμοι σε πηγές τεκμηρίωσης που παρατίθενται στα κείμενα ενδέχεται να μην είναι ενεργοί. Κάποιες από τις πηγές μπορούν να ανακτηθούν συμπληρώνοντας το URL του συνδέσμου (δεξί κλικ στο σύνδεσμο) στο Wayback Machine (http://archive.org/index.php)